προσκόμιση

προσκόμιση
η, Ν [προσκομίζω]
1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκομίζω
2. μεταφορά σε έναν τόπο
3. προσαγωγή, παρουσίαση (α. «η προσκόμιση τών αποδεικτικών στοιχείων είναι υποχρέωση για τον ενάγοντα» β. «για το επίδομα συζύγου είναι απαραίτητη η προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης γάμου»)
4. (κατά τους πνευματιστές) η μετακίνηση, παρά τους φυσικούς νόμους και χωρίς καμιά υλική επέμβαση, ενός αντικειμένου και η είσδυσή του μέσα σε έναν κλειστό χώρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκόμιση — η βλ. προσκομιδή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκομίσῃ — προσκομίζω carry aor subj mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για …   Dictionary of Greek

  • εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… …   Dictionary of Greek

  • κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κερδοσκοπία, αυτός που γίνεται για επίτευξη εύκολου κέρδους με κάθε μέσο («κερδοσκοπικά τεχνάσματα»). επίρρ... κερδοσκοπικώς και ά με κερδοσκοπικό τρόπο, για την προσκόμιση κερδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση …   Dictionary of Greek

  • προσκομιστικός — ή, όν, Μ [προσκομίζω] αυτός που χρησιμεύει στην προσκόμιση …   Dictionary of Greek

  • σερβίρισμα — το, ατος 1. προσκόμιση φαγητών ή ποτών. 2. μετάγγιση φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”